Η μάνα μου τραγουδάει υπέροχα. Η γιαγιά μου πέθανε στο κρεβάτι της εκατό χρονών, «και δύο το λάθος» -όπως συνήθιζε να λέει- εκατόν δύο. Μοδίστρα ήτανε, χήρα με μια μοναχοκόρη. Είχε μαγαζί στο κέντρο του Πύργου. Μικρή πήγαινα εκεί τα απογεύματα και με μάθαινε να ράβω κουμπιά, αλλά μέχρις εκεί. «Εγώ θα ράψω κι εσύ θα γράψεις» με μάλωνε. Έραβε τα πάντα: πουκάμισα, ασπρόρουχα και σάββανα. Είχε (γ)ράψει και τα δικά της: «Εδό ίνε τα Νεκρηκά μου. Τα βρήκαμε στη ντουλάπα. Τη ντύσαμε οι δυο μας αμίλητες. Έσκυψα στη μηχανή κι έκανα δήθεν πώς γαζώνω. Η βελόνα κουνήθηκε πάνω κάτω γοργά. Τρύπησε τον ασκό του πόνου κι άκουσα τότε πίσω μου έναν ψαλμό πονεμένο, από μια φωνή βαθιά και καθαρή που κένταγε στο σεντόνι της σιωπής λόγια για την αγάπη, για την απώλεια, για την ευγνωμοσύνη. «Μάνα μου, καλομάνα μου. Ξύπνα, καλή μου μάνα. Να δεις την κόρη να κεντά, την εγγονή να ράβει».
Αναρτήσεις
Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2025