Η ζωή και ο θάνατος ενός άρρενος σώματος
Ήταν ηλιόλουστο το απόγευμα εκείνο. Ιούνιος. Ο καλοκαιρινός ήλιος εισέβαλε με θράσος από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες του ρετιρέ. Έβαφε κίτρινο τον τοίχο με τις παλιές γκραβούρες. Δίπλα απλωνόταν η βιβλιοθήκη του, σφίγγοντας στα ράφια της βιβλία κάθε μεγέθους. Μεγάλους δερματόδετους τόμους, μικρότερους δερματόδετους τόμους, συγγράμματα, όλα τα τεύχη του “Νομικού Βήματος” -στο οποίο ακόμη πλήρωνε τη συνδρομή- και άπειρα μικρά βιβλιαράκια σφηνωμένα σε κάθε ελεύθερο χώρο που απέμενε ανάμεσά τους. Κάποια ξεχείλιζαν προς το πάτωμα και προς τα διπλανά έπιπλα λες και ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται σιωπηλά και σταθερά. Ένα αναρριχητικό φυτό από φύλλα χαρτοπολτού που εξακολουθούσε να ζει μεταλλαγμένο. Πάντα της άρεσε αυτό το σπίτι. Ευρύχωρο και ηλιόλουστο. Το είχε εγκαταλείψει με πόνο, όταν, γυρίζοντας απρόοπτα από ένα της ταξίδι στο Παρίσι, τον έπιασε εμμανώς παραδομένο στην κλινοπάλη με τη νεαρή γραμματέα του. Έφυγε. Χάραξε άλλο δρόμο στη ζωή της. Παράλληλο. Ο Μ...