Η ζωή και ο θάνατος ενός άρρενος σώματος


Ήταν ηλιόλουστο το απόγευμα εκείνο. Ιούνιος. Ο καλοκαιρινός ήλιος εισέβαλε με θράσος από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες του ρετιρέ. Έβαφε κίτρινο τον τοίχο με τις παλιές γκραβούρες. Δίπλα απλωνόταν η βιβλιοθήκη του, σφίγγοντας στα ράφια της βιβλία κάθε μεγέθους. Μεγάλους δερματόδετους τόμους, μικρότερους δερματόδετους τόμους, συγγράμματα, όλα τα τεύχη του “Νομικού Βήματος” -στο οποίο ακόμη πλήρωνε τη συνδρομή- και άπειρα μικρά βιβλιαράκια σφηνωμένα σε κάθε ελεύθερο χώρο που απέμενε ανάμεσά τους. Κάποια ξεχείλιζαν προς το πάτωμα και προς τα διπλανά έπιπλα λες και ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται σιωπηλά και σταθερά. Ένα αναρριχητικό φυτό από φύλλα χαρτοπολτού που εξακολουθούσε να ζει μεταλλαγμένο. Πάντα της άρεσε αυτό το σπίτι. Ευρύχωρο και ηλιόλουστο. Το είχε εγκαταλείψει με πόνο, όταν, γυρίζοντας απρόοπτα από ένα της ταξίδι στο Παρίσι, τον έπιασε εμμανώς παραδομένο στην κλινοπάλη με τη νεαρή γραμματέα του. Έφυγε. Χάραξε  άλλο δρόμο στη ζωή της. Παράλληλο. Ο Μάρκος θέλησε να μείνει με τον πατέρα του. Του είχε αδυναμία. Αλλά η νεαρή γραμματέας είχε άλλη άποψη. Μόλις την παντρεύτηκε, άρχισε τη γκρίνια: “Το παιδί πρέπει να μείνει με τη μητέρα του!” Εκείνος πάτησε πόδι. Δεν άντεχε να αποχωριστεί το γιο του. Έμεινε το παιδί, έφυγε η τέως γραμματέας και τρίτη σύζυγος. Πριν φύγει, άλλαξε τα έπιπλα του σπιτιού. Όλα. Εκτός από τη βιβλιοθήκη. 
“Άρχισαν νωρίς οι ζέστες. Ζεσταίνεσαι;” 
Της έγνεψε αρνητικά. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ήταν το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε.
“Θα σου φέρω λίγο παγωμένο χυμό μήλου να δροσιστείς…” είπε και εξαφανίστηκε μέσα στην κουζίνα με εκείνο το χαρακτηριστικό βάδισμά της που θύμιζε ιέρεια σε κινήσεις αρχαίου τελετουργικού.
Τη μισούσε. Ναι! Μίσος ήταν αυτό που ένιωθε. Όλα εκείνα που τον έκαναν να την αγαπήσει παράφορα κάποτε, τώρα του προκαλούσαν ένα απύθμενο μίσος γι᾽ αυτήν κι έναν θυμό συσσωρευμένο που δεν ήξερε καν τη ρίζα του. Μισούσε τη βιολογική της κληρονομιά. Εκείνη τη γερή ψιλόλιγνη κορμοστασιά της που δεν έλεγε να χαμηλώσει παρά τα εβδομήντα της χρόνια. Μισούσε τον τρόπο που είχε να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Εκείνη την επικούρεια κοσμοθεωρία που την έκανε ευτυχισμένη με το ελάχιστο. Τη μισούσε αυτή τη γυναίκα, την πρώην γυναίκα του, τη δεύτερη κατά σειράν -υπήρξε σύζυγος κατά συρροήν. Δεν ήθελε να τη βλέπει μπροστά του. Ήθελε να της πει: “φύγε!”, αλλά δεν μπορούσε. Η αρρώστια τον είχε φυμώσει. Καθόταν εμβρόντητος στην αναπηρική πολυθρόνα, συρρικνωμένος, φθίνων. Το στραβό του στόμα έχασκε περιμένοντας μια κουταλιά αλεσμένο φαγητό. Αυτός, ο άλλοτε λαλίστατος δικηγόρος, είχε μετατραπεί σε ένα άφωνο τίποτα! Ψέλιζε ακατανόητα συμπλέγματα φθόγγων σαν άλαλο νήπιο και είχε, δυστυχώς, και στα υπόλοιπα θέματα συνήθειες νηπίου, χωρίς την ελπίδα να κάνει κάποια πρόοδο. Σε στασιμότητα. 
Οκτώ μήνες και δώδεκα μέρες! Τόσος ήταν ο καιρός που βρισκόταν σε αυτήν την αποξένωση από το ίδιο του το είναι. “Ισχαιμικό επεισόδιο” είπαν οι γιατροί. “Θαύμα το πως κατάφερε να επιβιώσει”, “οι βλάβες θα είναι μόνιμες μάλλον…αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα”. Τον βρήκε ο γιος του, ο γιος τους, πεσμένο στο πάτωμα, ημιθανή -μακάρι να είχε πεθάνει! Θυμάται πως είχε νιώσει σαν να δέχτηκε πυροβολισμό εξ επαφής, πριν καταλήξει σε αυτήν την σωματική πανωλεθρία, σ᾽αυτό το ιδιότυπο βασίλειο της παθητικότητας όπου, καθισμένος στον “θρόνο” του απολάμβανε τις θωπείες και τις περιποιήσεις των άλλων όλο το εικοσιτετράωρο. Εκείνο το απόγευμα η Ντορίνα, ο αποκλειστικός του  φύλακας άγγελος, η νοσοκόμα που τον φρόντιζε, έλειπε. Είχε το ρεπό της. Κι έτσι είχε έρθει πάλι εκείνη. Ερχόταν κάθε απόγευμα Σαββάτου από τότε που τον έφεραν στο σπίτι. Για το γιο της το έκανε. Όχι για εκείνον. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μετά το διαζύγιο μιλούσαν τυπικά και πάντα με επίκεντρο το παιδί. Ποτέ δεν έδωσαν εξηγήσεις ο ένας στον άλλον. Δε χρειάστηκε. Εκείνη δε δέχτηκε να ακούσει τίποτε. Τα ήξερε όλα. Εκείνος δεν είπε τίποτε. Επιλεκτική αφασία. 
“Έλα! Πιες λίγο.” Του έφερε κοντά στα χείλη το ποτήρι. Έβαλε στο στόμα του το καλαμάκι κι εκείνος ήπιε μια γουλιά με δυσκολία. Το υγρό ήταν γλυκό και δροσερό. Έδιωξε για λίγο την πικρή γεύση από τα φαρμακευτικά σκευάσματα, από αυτή την τερατοτεχνία των χημικών που τον κρατούσαν στη ζωή. Αναρωτιόταν γιατί. Τι νόημα είχε αυτή η ζωή; Όλες οι ηδονές είχαν χαθεί. Δεν μπορούσε να φάει κανονικά, να απολαύσει την όρθια στάση, την ισορροπία, τη συζήτηση. Την κοίταξε με απόγνωση. Στο βλέμμα του κατοικούσε μια θλίψη τερματική. Ένιωθε την απελπισία του φυλακισμένου που ζητάει να δραπετεύσει από τη φυλακή του, από το σώμα που τον στέγαζε, ξέροντας πως κάθε προσπάθεια είναι ατελέσφορη. Η δραπέτευση ήταν αδύνατη. Με αυτό το σώμα γεννήθηκε, έζησε, πόθησε, απόλαυσε, μαζί του αρρώστησε, μαζί του γέρασε και μαζί του θα πεθάνει. Αυτό το σαρκικό περίβλημα ήταν η ιστορία του ενσαρκωμένη. Το ίδιον, με συνίζηση ή χωρίς. Η κοινή συνισταμένη των “εγώ” του, διεσπαρμένων στο χρόνο.
“Είσαι ανήσυχος σήμερα. Δε νιώθεις καλά;” 
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για λίγο και κοίταξε προς τη βιβλιοθήκη, ανοίγοντας τα.
“Θα ήθελες να σου διαβάσω κάτι; Αυτό είναι;” 
Έγνεψε καταφατικά. Θα τον ηρεμούσε να του διαβάσει κάτι για λίγο. Ήθελε να την ακούσει να μιλάει. Σπάνια μιλούσαν. 
“Εντάξει. Θα ψάξω να βρω κάτι στα γούστα σου. Για να δούμε…” 
Πλησίασε τη βιβλιοθήκη, χτενίζοντας με τα μάτια της τα ράφια. Δεν μπορούσε να την καθοδηγήσει, οπότε έπρεπε να το πάρει επάνω της. Άλλωστε, τα μισά από αυτά τα βιβλία ήταν δικά της. Τα είχε αφήσει εκεί. Τράβηξε ένα λεπτό βιβλιαράκι με ποιήματα. Τάσος Λειβαδίτης, Εγχειρίδιο ευθανασίας. Άνοιξε την πρώτη σελίδα και είδε το γραφικό του χαρακτήρα: “Στην Εύα μου, Ιούνιος 1983” και την υπογραφή του: Κωστής Μέγας. Γέλασε πικρά. Πόσο μικρός θα αποδεικνυόταν αργότερα! 
“1983. Τριάντα πέντε χρόνια πριν. Στην εποχή του σφοδρού έρωτά μας”. Του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο σημασία. “Θυμάσαι; Είχαμε πάει στην Κέρκυρα. Παράνομο ζευγάρι τότε. Εσύ ήσουν ακόμα παντρεμένος. Έσκαβες το λαγούμι της απόδρασης από εκείνη την παρατεταμένη σύρραξη που ονόμαζες γάμο”. Αναστέναξε βαθιά. 
Θυμόταν. Μόνο η μνήμη του είχε απομείνει. Ένα ταμείο ξεχειλισμένο από παραστάσεις και αισθήσεις. Στο βάθος τους υπήρχε πάντα κάτι το σωματικό. Τα παλιά του σώματα που ήρθαν και χάθηκαν, οι απτικές του εμπειρίες, πριν γίνει το δέρμα ένας χιτώνας του Νέσσου που θέλει κανείς να τον βγάλει από πάνω του, να τον ξύσει. Γιατί τα γηρατειά είναι μάχη. Είναι μια μάχη αδυσώπητη, και τη δίνεις όταν είσαι πιο αδύναμος από ποτέ και πιο ανίκανος από ποτέ να ξαναμπείς στον αγώνα· μα τι λέω; τα γηρατειά δεν είναι μάχη· τα γηρατειά είναι σφαγή. 
“¨Ήθελες να μου αγοράσεις ένα δώρο: Θέλω να σου πάρω κάτι άφθαρτο, όπως η αγάπη μου για σένα…ένα διαμάντι, μια σταγόνα αθανασίας, να το φοράς στο λαιμό σου…” Γέλασε πικρά. “Μα εμένα δε μου άρεσαν αυτά. Σε τράβηξα από τη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου και μπήκαμε σε εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο. Κι εσύ γελούσες. Μου φώναξες: Θα σου το αγοράσω όλο! Εγώ είχα διαλέξει μόνο αυτό το βιβλίο. Ο τίτλος του δε σου άρεσε. “Έχουμε τη ζωή μπροστά μας, κοριτσάρα μου! Κι εσύ σκέφτεσαι το θάνατο; Μα, αν το θες…να σου το πάρω”. Έκλεισε νοσταλγικά τα μάτια της. Θυμόταν τη σκηνή με κάθε λεπτομέρεια. 
“Είδες πόσο γρήγορα πέρασε η ζωή μας; Ούτε που το κατάλαβα. Εσύ; Το κατάλαβες;”
Της έγνεψε αρνητικά. Είχαν φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Ήταν ξεκάθαρο. Και ήταν μόνοι τους, ίδιοι με φυτά εσωτερικού χώρου, στο ημίφως, άνυδρα, με σπαρακτική καρτερία. Θα έπρεπε να το είχαν καταλάβει από τότε. Μόνο ο πηγαίος ερωτισμός τους ένωνε, η μοναδική σωματική ταύτιση που οδηγούσε κάθε ερωτική τους στιγμή στα άκρα. Τίποτε άλλο. Ήταν πολύ διαφορετικοί.  Η σχέση τους ήταν καταδικασμένη από την αρχή, σαν μια εξίσωση που λύθηκε με λάθος τρόπο, άπαξ. Και πέρασαν τα χρόνια και κανείς τους δεν το κατάλαβε ή δε νοιάστηκε να το καταλάβει. Δεν έψαξαν να βρουν τη σωστή λύση. Παραδόθηκαν με ενθουσιασμό στη ζωή. Και έζησαν ερρήμην της συντροφικότητας.
“Πιες λίγο ακόμα! Έλα” είπε και τον πλησίασε. Τώρα που την έβλεπε από κοντά, παρατηρούσε πως είχε γεράσει κι εκείνη. Το δέρμα της θύμιζε διψασμένο χώμα. Τα μαλλιά της βαμμένα σε χρώμα ακαθόριστης απόχρωσης του ξανθού. Τα χέρια της σημαδεμένα από τις ριπές των χρόνων. Μόνο το βλέμμα της παρέμενε το ίδιο. Είχε χαθεί για πάντα εκείνη η όμορφη μελαχροινή που αγάπησε και πρόδωσε. Ναι. Την πρόδωσε. Όχι από αδιαφορία· μάλλον το αντίθετο. Πρέπει να ενδιαφέρεσαι πολύ για το σύντροφό σου για να μπεις στον κόπο να τον προδώσεις. Γύρισε το πρόσωπό του στο πλάι και την κοίταξε στα μάτια. “Θέλω να σου μιλήσω” ήθελε να της πει “αλλά νιώθω ηττημένος από το ένστικτο του θανάτου. Επιστρέφω στην απόλυτη ακινησία, στον αποχωρισμό. Ταξιδεύω σε ένα τόπο που δεν υπάρχουν συγκρούσεις, διαφωνίες, εντάσεις. Ακριβώς όπως πριν τη γέννησή μου. Φοβαμαι. Μείνε κοντά μου”. Ένας θεϊκός σπασμός τον συγκλόνησε ολόκληρο. Έκλαιγε. Τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, βρίσκοντας εύκολο δρόμο στις κοίτες των ρυτίδων. 
“Κλαις;” Πρώτη φορά τον έβλεπε να κλαίει. Έσκυψε και γονάτισε μπροστά του. Τον κοίταξε στα μάτια. Έψαξε με αγωνία να βρει στο πρόσωπό του τα ίχνη εκείνου του άντρα που λάτρεψε. Είχε είκοσι χρόνια να τον κοιτάξει στα μάτια, να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει. Άπλωσε το δεξί της χέρι και του άγγιξε το πρόσωπο. Του χάϊδεψε τα μαλλιά, τα φρύδια, το παραμορφωμένο στόμα, το πηγούνι. Πλησίασε. Μέσα σε ένα οσφρητικό περίβλημα φτιαγμένο από ουσίες οργανικές και ανόργανες, αναγνώρισε εκείνο το μοναδικό άρωμά του. Ένα άρωμα σωσίβιο. Άνοιξε τα πνευμόνια της και το άφησε να τη διαπεράσει. “Και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα…δια τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε” σκέφτηκε. Έκλαιγε με αναφιλητά, σαν μωρό. Έκλαιγε κι εκείνη. Τώρα που έχασαν για πάντα την ελπίδα, έγιναν επιτέλους κατανοητοί ο ένας στον άλλον. Και επαναπατρίστηκαν τα συναισθήματα. Δεν έφταιγαν αυτοί. Το σφάλμα δε βρίσκεται στη ζωή. Βρίσκεται στην τέχνη. Δεν υπάρχουν αληθινές ιστορίες αγάπης. Μόνο ιστορίες σωμάτων υπάρχουν. 
Β.Κ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΠΤΗΣΗ

ΦΟΡΕΜΑΤΑ

Σπασμένο τζάμι