ΘΕΩΡΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΩΝ




Η Αθήνα είναι μια πόλη που χορηγεί αφειδώς τα σκηνικά της για κάθε χρήση. Οι δρόμοι της, οι συνοικίες της, τα σπίτια, τα μνημεία της αποτελούν χώρους όπου κάθε άνθρωπος, κάτοικος ή επισκέπτης, θέλει να θεωρεί και να θεάται. Πόσο μάλλον οι εραστές της. Κάθε πάθος έχει τους Αγίους Τόπους του, τους τόπους που η καρδιά έχει χτυπήσει δυνατά. Και τους Αγίους Χρόνους του. Φύγαμε βιαστικά από την Αρχαία Αγορά εκείνο το πρωινό. Μόνοι οι δυό μας. Μάλλον οι τρεις μας, εσύ, εγώ κι η Nikon σου. Μου είχες πει, μέρες πριν, να φοράω το αγαπημένο σου φουστάνι. Ήσουν αποφασισμένος να με φωτογραφήσεις στην Πλάκα. Κάθε αντίσταση από μέρους μου θα ήταν περιττή.
Οδός Θέσπιδος, αριθμός 16. Θα καθήσεις σε αυτό το σκαλοπάτι, μου είπες, και θα έχεις ύφος σοβαρό. Με πλησίασες. Φοβήθηκα πως θα μου έδινες ένα φιλί. Μου έβγαλες τα γυαλιά. Μου έφτιαξες λίγο τα μαλλιά, που είχαν ανακατωθεί από τον αέρα και τη βιασύνη. Έμεινα με την ανάμνηση από το φευγαλέο χάδι. Ανυπεράσπιστη απέναντι στο φακό σου. Διστακτική, μπροστά σε μια πόρτα ερμητικά κλειστή, όπως η ψυχή μου, σε ένα σπίτι ακατοίκητο. Δεν είμαι πια στην πρώτη μου νεότητα. Φοβάμαι την εικόνα του εαυτού μου. Την αλήθεια του. Δεν είναι εύκολη η συμφιλίωση με το χρόνο.
Εσύ είχες στα μάτια εκείνο το παθιασμένο βλέμμα. Ήξερες τι ήθελες. Ήξερες τι έκανες. Σε κοιτούσα να με φωτογραφίζεις. Μου φαινόσουν ο πιο όμορφος από τους όμορφους! Νομίζω πως τότε, εκεί, καθώς στεκόμουν σε εκείνη τη γωνιά, κατάλαβα πως σε κάποια άλλη ζωή σε είχα ερωτευτεί. Δεν είχε κανένα νόημα να αντιδράσω. Αισθάνθηκα να ακροβαττώ στα χείλη ενός σκοτεινού, ανεξερεύνητου σπηλαίου και άκουγα από μέσα μια μακρυνή φωνή να με γοητεύει. Όλο μου το είναι ήθελε να σκύψει μέσα. Η λογική, όπως πάντα, έθεσε βέτο. Αλλά, ήταν μια μάχη χαμένη από την αρχή. Κι έτσι, εκεί, στον αριθμό 16 της οδού Θέσπιδος, στην Πλάκα, έπεσα με κλειστά μάτια μέσα, κάνοντας μια βουτιά που αποδείχτηκε άλμα, φέρνοντας τα πάνω κάτω.

Την επόμενη Κυριακή, το μεσημέρι, περπατούσα μόνη στο ίδιο μέρος. Χαμογελούσα. Είχες χαθεί από την Παρασκευή. Μέσα μου βαθειά ήξερα ότι δούλευες πυρετωδώς. Πάντα αυτό κάνεις, όταν χάνεσαι. Μου ήρθε μήνυμα στο κινητό. Εσύ ήσουν. Μου έστειλες το αρχείο με το πρώτο μου πορτρέτο. Μια εικόνα του εαυτού μου σε άσπρο μαύρο. Έμοιαζε λες και κάποιος τη χάιδευε για ώρες και ξεθώριασε το χρώμα της. Αισθανόμουν πως έμειναν τα χάδια στο πρόσωπό μου, όπως μένει η θάλασσα σε ένα άδειο κοχύλι. Ανατρίχιασα. Το βλέμμα σου, μέσα από το φωτογραφικό φακό, εισχώρησε στην ψυχή μου. Έφερε στην επιφάνεια την πιο αληθινή εικόνα της. Μέσα στο χειμώνα της, ανακάλυψες ένα καλά κρυμμένο κομματάκι καλοκαιριού, που δε λέει να περάσει. Τα βήματά μου με οδήγησαν στο ίδιο σκαλοπάτι. Κάθησα εκεί, για ώρα πολλή. Αυτό δεν ήταν πια ένα απλό σκαλοπάτι. Ήταν το πρώτο σκαλί μιας κλίμακας. Ένας αναβαθμός. Ενας τόπος ιερός, αφιερωμένος στο μέγιστο των θεών, στο γενήτορα του κάλους, στον ποιητή Έρωτα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΠΤΗΣΗ

ΦΟΡΕΜΑΤΑ

Το “La Famille Express”, το “Παναγιώτης” , εγώ και άλλα ναυάγια