ΞΑΝΑΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ




Ποτέ δε με συγκίνησε το να τραβάω φωτογραφίες. Πάντοτε θεωρούσα τη φωτογραφική μηχανή ένα ακόμα αντικείμενο στην τσάντα μου, ένα βάρος από το οποίο όφειλα να απαλλαγώ, αν ήθελα να είμαι πιο ευκίνητη στις περιπλανήσεις μου. Ετοίμαζα ένα μικρό σακκίδιο, μοναδική μου αποσκευή, πάντα αφαιρώντας. Μοιραία, κάποια στιγμή, αφαίρεσα και τη φωτογραφική μου μηχανή, αντικαθιστώντας τη με ένα σημειωματάριο. Ελαφρύτερη άρχισα να ταξιδεύω, κρατώντας μέσα στο μυαλό, στην ψυχή μου και στις λέξεις τις εικόνες. Άλλωστε, δε με διέκρινε κανένα ιδιαίτερο ταλέντο φωτογράφου. Αυταπάτες δεν είχα. Έχτισα, λοιπόν, όλα τα ταξίδια μου, όλη τη ζωή μου, πάνω σ᾽ αυτή την κοσμοθεωρία. Ευτυχώς, είχα καλή μνήμη! Αλλά ελάχιστες φωτογραφίες.
Ούτε μου άρεσε να κοιτάζω φωτογραφίες που είχαν τραβήξει άλλοι. Το έκανα, βέβαια, από ευγένεια, φυλλομετρώντας άλμπουμ. Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως δεν έβρισκα κανένα ενδιαφέρον. Μέσα μου τους κορόιδευα για τον πολύτιμο χρόνο που ανάλλωσαν φωτογραφίζοντας και έφερνα στη μνήμη μου τις δικές μου στιγμές στα ίδια μέρη. Όσο για τα πορτραίτα από κοινωνικές εκδηλώσεις, που ξεθώριαζαν μέσα σε κάποια κακόγουστη κορνίζα… Αυτά πάντα τα θεωρούσα μικροαστικές αηδίες. Οι μόνες φωτογραφίες που είχαν για μένα ενδιαφέρον ήταν οι πολύ παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, περασμένων εποχών. Τις παρατηρούσα με προσοχή και σκεφτόμουν ιστορίες για τα μέρη και τα πρόσωπα, αντικρύζοντάς τες με το μάτι του συγγραφέα, σαν πηγές ιστορίας. Άρχισα να συλλέγω κάποιες, αλλά μέχρις εκεί.
Αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε, ήταν όταν κάποιος μου ζητούσε να στηθώ για να μου τραβήξει φωτογραφία. Έχω ελάχιστα πορτραίτα. Μπορώ να τα μετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το πρώτο, μου το τράβηξε ένας επαγγελματίας φωτογράφος, όταν ήμουν ενός έτους. Συνηθιζόταν τότε. Στα δεκάξι μου -είδε κι έπαθε για να με πείσει - ένας άλλος μου τράβηξε το δεύτερο. Ήμουν μια από τις ιέρειες στην τελετή για την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας. Έγινα εξώφυλλο σε κάποιο γερμανικό περιοδικό με τίτλο “ Ένα τέλειο ελληνικό προφίλ”. Ευτυχώς που ήμουν πάντα χαμηλών τόνων και δεν καβάλησα το καλάμι. Άλλο ένα, στα είκοσι οκτώ, από κάποιο φίλο με φωτογραφικές ανησυχίες σε ένα ταξίδι στα Κύθηρα. Τέλος, ένα ακόμα αποτελεί το μοναδικό γαμήλιο πορτραίτο μου. Δουλειά ακριβοπληρωμένου επαγγελματία. Όλα είναι ασπρόμαυρα. Τα έχω κρύψει σε κάποιο συρτάρι. Πάντοτε  απέφευγα να τα κοιτάζω, γιατί μου προκαλούσαν θλίψη, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Κι εκεί που πίστευα πως η σχέση μου με τη φωτογραφία ήταν από επιφανειακή έως αρνητική, ήρθε ο Marcos/μάγος των εικόνων και αποκαλήθωσε αυτή μου τη θεωρία, ανατρέποντας τα πάντα, αιφνιδιαστικά και απόλυτα. Με κατέκλεισαν ιοβόλες υποψίες ότι είχα χάσει μεγάλο κομμάτι από την απόλαυση της ευτυχίας. Αισθάνθηκα αδύναμη και ενδεής. Κι αυτή η ένδεια επιδέχεται άπειρη εξήγηση. Συνειδητοποίησα πως είχα δείξει, τόσα χρόνια, απίστευτη ικανότητα στο να καλλιεργώ την αδυναμία, τη δυστυχία, την πτώση, τη συντριβή, να συνθέτω μοιρολόγια. Οι εικόνες του έμοιζαν με τραγούδια χαράς. Ο φακός της Nikon του έπλαθε ακατάπαυστα τις παραλλαγές της πραγματικότητας, δημιουργώντας μου έναν ανεξήγητο πυρετό, που άλλαξε μέσα μου τις διαστάσεις των πραγμάτων.
Εικόνες από αγαπημένους τόπους, από ανθρώπους, εικόνες του εαυτού μου. Μια αναπάντεχη συναίρεση  χρωμάτων, συναισθημάτων, ιδεών. Μια φωτογραφική άνοιξη! Ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος λεπτομέρειες, πλημμυρισμένος από ευαισθησία, ένας κόσμος που θέλω να ρουφάω αχόρταγα, ένας κόσμος που με κάνει να τρελαίνομαι από συγκίνηση, ένας κόσμος που διαπιστώνω πως τον βλέπω για πρώτη φορά, ενώ ήταν εκεί μπροστά μου. Ο δικός του κόσμος, που άρχισε να γίνεται και δικός μου. Ένας κόσμος με τον οποίο έχω ανάγκη να διαλέγομαι ισοβίως. Ένας κόσμος που γεμίζει το μυαλό μου με ιστορίες έτοιμες να εκκραγούν, με ιστορίες που επιτακτικά μου ζητούν να τις διηγηθώ. Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στα αισθήματα, πορεύομαι προς το σκοτεινό κέντρο ενός πηγαδιού, προς το σκοτεινό κέντρο της ίδιας της ζωής, με “κλειστά μάτια”. Άλλωστε τί κέρδισα που τα είχα ανοιχτά τόσα χρόνια; Αυτός είναι τώρα τα μάτια μου. Καλύτερα θα είναι να μιλήσω με τα μάτια κλειστά. Τα τυφλά πουλιά τραγουδούν καλύτερα.
Όλη μου η ύπαρξη επικεντρώνεται στη λύση μιας εξίσωσης: μια εικόνα του, χίλιες λέξεις μου. Ξέρω, από ένστικτο, ότι η αλήθεια αυτής της επιθυμίας δεν υπάρχει στις εξηγήσεις της αλλά στις εκδηλώσεις της, χωρίς στρατηγικές σκέψης, χωρίς προφύλαξη. Γι᾽ αυτό, παραδίδομαι. Παραδίδομαι και γράφω.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΠΤΗΣΗ

ΦΟΡΕΜΑΤΑ

Το “La Famille Express”, το “Παναγιώτης” , εγώ και άλλα ναυάγια