ΦΟΡΕΜΑΤΑ
Περπατούσε άσκοπα απόψε. Η πόλη σιωπούσε μουσκεμένη. Σα βρεγμένη γάτα. Βράδυ Κυριακής. Το ψιλόβροχο ήταν ευλογία. Δρόσιζε δέρμα και μυαλό. Αυτό, καιρό τώρα αφυδατωνόταν. Σφουγγάρι κρεμασμένο στον ήλιο. Το πότιζε συστηματικά με οινόπνευμα, μέχρι να καταφέρει να το αποστειρώσει από κάθε σκέψη.
Κινήθηκε σαν έντομο, σε μια φωτισμένη βιτρίνα. “Το μαύρο ξανά στη μόδα”. Πλησίασε. Οι τιμές, απλησίαστες. Το τζάμι αντανακλούσε την εικόνας της. Αντίδωρο για τη “μετάνοια” που έκανε μπροστά του. Τρόμαξε. Φορούσε ένα ρούχο δανεικό. Το δοκίμασε βιαστικά χωρίς να βγάλει εκείνο που φορούσε. “Θα το δοκιμάσω”, σκέφτηκε. “Μόνο για να διαπιστώσω αν μου ταιριάζει!” Mύριζε κλεισούρα. Κάπως μεγάλο. Της άρεσε, όμως. “Πειράζει να το κρατήσω για λίγο;
Και το κράτησε. Έτσι, φορεμένο πρόχειρα. Άρχισε να χώνει τα χέρια στις τσέπες και στα κρυφά τσεπάκια. Άφηνε μέσα εισιτήρια και αποδείξεις. Ενθύμια ευτυχίας ιδανικής. Δανεικής κι αγύριστης. Μα τί έκανε; “Άνθρωποι σαν κι εκείνη, τί τα χρειάζονται τα φορέματα;”
Αφιερωμένο στη φίλη Φωτεινή
Αφιερωμένο στη φίλη Φωτεινή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου